Στοιχεία τεχνικής-θεματολογία
Είναι ευρύτερα γνωστό πως η ποίηση του Τάκη Σινόπουλου χαρακτηρίστικε επανειλημμένα
σαν "δύσκολη". Πάντως, είναι γεγονός πως η ποίησή του προϋποθέτει
την άγρυπνη και τη νοητική συμμετοχή του αναγνώστη. Είναι ποίηση με λογική
διάρθρωση, με "αρχή, μέση και τέλος".
Ο Σινόπουλος είναι ποιητής βασικά "ατμοσφαιρικός". Χρησιμοποιεί μέσα κατ' εξοχήν "σκηνοθετικά". Το ποιητικό του υλικό το εκμεταλλεύτεται δραματικά. Αυτό άλλωστε αποτελεί το στοιχείο του κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού, όπου προβάλλονται ταυτόχρονα τα γεγονότα άσχετα απ' το χώρο και το χρόνο στον οποίο συνέβησαν, αλλά και το αφηγηματικό και το δραματικό στοιχείο.
Στο έργο του δεν υπάρχει η εγκατάληψη στην έμπνευση της στιγμής, αλλά αντίθετα, σειρές ολόκληρες "εμπνευσμένων" στιγμών εναλλάσονται με στίχους οργάνωσης, έτσι που η ομορφιά και η ποιητική αρτιότητα του όλου οικοδομήματος οφείλεται πριν απ' όλα στη σοφή ισορρόπηση των μερών του.
Μολονότι για τους αμύητους η ποίηση αυτή μπορεί να φαντάζει πολύ πιο ακατανόητη από κείμενα γνησίως υπερρεαλιστικά, εν τούτοις, οι καταγωγές της, αλλα κυρίως ο τρόπος του ποιητικού υλικού, μας μεταφέρουν σε άλλες περιοχές. Ο Σινόπουλος δεν έχει καμία σχέση με τα αυτοματικά διδάγματα, ωστόσο μπορούμε να πούμε πως δουλεύει κυρίως μ' αυτό που συνηθίσαμε ν' αποκαλούμε "έμπνευση". Ο αρχικός πυρήνας υπάρχει πάντα στην ποίησή του, αλλά το Σινόπουλο τον απασχολεί επίμονα και κύρια η επεξεργασία και η μορφική επένδυση αυτού του πυρήνα σε μια όσο το δυνατόν τελειότερη μορφή.
Σ' όλα τα βιβλία του Σινόπουλου, το βασικό συναίσθημα που κυριαρχεί και που αποτελεί το "κλειδί" της ποίησής του είναι η απόλυτη μοναξιά, η βαθιά αίσθηση ης υπαρξιακής, της οντολογικής μοναξιάς του ατόμου, που τίποτα δεν μπορεί να καταλύσει, ούτε ο έρωτας, ούτε η φιλία, ούτε η πίστη σε φιλοσοφικά ή κοινωνικά σχήματα. Απ' την άποψη αυτή ο ποιητής είναι τυπικά και ουσιαστικά "μοντέρνος", ένας αστός με πλήρη συνείδηση και επίγνωση της ανεπανόρθωτης φθοράς του αστισμού. Ασφαλώς οι προσπάθειες επαφής, οι αναζητήσεις "εξόδου", δε λείπουν ποτέ. Η παρουσία τόσων προσώπων στο έργο του Σινόπουλου, συνδέονται πάντα με την απεγνωσμένη προσπάθεια του ποητή να ταυτιστεί μαζί τους.
Οι ήρωές του δεν ταυτίζονται με μυθικά πρόσωπα. Οι περισσότεροι είναι φίλοι και γνωστοί του ποιητή που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου. Γι' αυτό και τα πρώτα του ποιήματα ανακαλούν αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε "τοπίο θανάτου", καθώς αυτό το έρημο τοπίο κατοικείται απ' τα "φαντάσματα" των προαναφερόμενων προσώπων.
Πέρα όμως απ' αυτά, το πιο επίμονο μοτίβο στην ποίησή του είναι αυτό του Ήλιου - τόσο στη φυσική όσο και στη συμβολική μορφή του - καθώς και των συγγενικών του στοιχείων.
Θα πρέπει να τονίσουμε πως η ποίηση του Σινόπουλου είναι από τα ελάχιστα πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλλει η γενιά μας. Όταν οι περισσότεροι αντιμετωπίζουμε την ποίηση σαν μια περιστατική διέξοδο, η φανατική προσήλωση του Σινόπουλου στην ποιητική συνέπεια, είναι μια αρκετά σπάνια και συγκινητική περίπτωση που κερδίζει ανεπιφύλακτα το σεβασμό όλων μας.
Παρακάτω δίνονται οι τίτλοι
κάποιων χαρακτηριστικών έργων του πολυτάλαντου Τ. Σινόπουλου:
'ΕΛΠΗΝΩΡ' (ποιητική συλλογή "Μεταίχμιο")
'ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΟΠΙΟ', 1946
'ΙΩΑΝΝΑ', 1947
ΣΥΛΛΟΓΗ 'ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ', 1951
ΣΥΛΛΟΓΗ 'ΑΣΜΑΤΑ', 1953
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ 'Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΞ', 1956
ΣΥΛΛΟΓΕΣ 'ΕΛΕΝΗ' ΚΑΙ 'ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β', 1957
ΣΥΛΛΟΓΗ 'Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ', 1959
ΣΥΛΛΟΓΗ 'ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ', 1961
'ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ', 1964-67
ΣΥΛΛΟΓΗ 'ΠΕΤΡΕΣ', 1972
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ 'ΧΡΟΝΙΚΟ', 1975
ΣΥΛΛΟΓΗ 'Ο ΧΑΡΤΗΣ', 1977
ΣΥΛΛΟΓΗ 'ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ', 1978
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ 'ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ', 1980
'ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΦΕΡΗ':
Α) 'ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ'
Β) 'ΣΤΡΟΦΗ'
Γ) 'Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ'
Δ) 'ΤΟ "ΚΛΕΙΣΤΟ" ΚΑΙ ΤΟ "ΑΝΟΙΧΤΟ" ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Γ. ΣΕΦΕΡΗ'
Συμμετείχε στη σύνταξη των αντιστασιακών τόμων '18 ΚΕΙΜΕΝΑ' και 'ΝΕΑ ΚΕΙΜΕΝΑ',
1970-1971
Απ΄ τα αντιπροσωπευτικότερα ποιήματα του Τ. Σινόπουλου
Eλπήνορ
Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.
Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
M' ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν' ακούς τ' ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ' αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ' ακρογιάλι πετρωμένα
σ' ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.
(από τη Συλλογή, I, Eρμής 1976)